ΕΚΤΥΠΩΣΕΙΣ ΕΡΓΩΝ ΤΕΧΝΗΣ

Τρίτη 31 Μαΐου 2011

ΟΛΙΓΗ ΠΟΙΗΣΗ....


Το τρένο σταμάτησε στο σταθμό
Η Ελπίδα, η Αγάπη, η Ευφροσύνη κατέβηκαν θλιμμένες.
Πίσω στην αφετηρία
ένας κούκος
κουβαλούσε την άνοιξη.


Το χελιδόνι ξεσπάθωσε ξεδιάντροπα..
Ποιός χάλασε την φωλιά μου;
Λίγο πιο πέρα
μια φοιτήτρια
ξερνούσε
το πτυχίο αρχιτεκτονικής.


Τα μάτια του βυθίστηκαν στην ακρόαση
Τ' αυτιά του ψηλάφησαν τον ήλιο
Αλλοίμονο...
σκέφτηκε ο τραγουδοποιός
Ποιος θα με δει
με κλειστά μικρόφωνα;


Ένας πυροβολισμός στα σύνορα.
Ένας φαντάρος, μια ελπίδα, ένα όνειρο
Ποιος απ' τους τρεις θα πεθάνει;
ρώτησε το αίνιγμα.
Και οι τρεις. Απάντησε ο κυνηγός.


Το ποίημα για την 25η Μαρτίου
το είπε άξια ο μικρός Γιωργάκης
και οι γονείς του χειροκρότησαν χαρούμενοι.
Κανένας όμως δεν πρόσεξε
Τη θλίψη των χάρτινων ηρώων....


Κάποιον σκότωσαν ξημερώματα.
Ο θάνατος μοίρασε τα χαρτιά.
Στις σκοτεινές μας μέρες
ακόμα κι ο θάνατος έχει δίκιο....


- Τα λάφυρα... Τα λάφυρα....
φώναζε ο Ξέρξης στα στενά
- Τα πήραν μαζί τους άρχοντά μου....
του είπε ο δούλος του
Κι εκείνος
κατέβασε το κεφάλι....


Το χαρτί είδε την γραφίδα
και τη φοβήθηκε...
Το ίδιο ένοιωσε και το βουνό
στην ανατολή του ήλιου...
Μόνο ο θάνατος ήταν χαρούμενος
καβάλα πάνω στον ήλιο
με τη γραφίδα παραμάσχαλα.


Τα λόγια σου μούμειναν αξέχαστα...
είπε ο έρωτας στην κόρη...
κι' εκείνη απάντησε...
Ποια λόγια μου;


Αύριο θα πεθάνεις,
είπε ο μάντης στον σοφό.
Κι εκείνος αποκρίθηκε
Δεν γίνεται σήμερα;


Ναξερα γιατί,
ναξερα πως,
νάξερα πότε...
Είπε η βελανιδιά στον σκίουρο.
Εκείνος γέλασε,
και χάθηκε,
στη σάπια της κοιλιά.


Κιντάπογλου Γιάννης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου